αναλλαξιά

αναλλαξιά
αναλλαξιά, η και αναλλαγιά, η
το να μην αλλάζει κανείς με καθαρά τα βρόμικα εσώρουχά του: Από την αναλλαξιά βρομούσε ολόκληρος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αναλλαξιά — και αναλλαγιά, η το να μην αντικαθιστά κανείς τα βρόμικα εσώρουχα του με καθαρά …   Dictionary of Greek

  • αναλλαγιά — η [ανάλλαγος] η αναλλαξιά* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”